στης κόλασης τις ξώβεργες πιάνονται οι αγγέλοι
πάνω στα ρέλια κρέμασα ξόρκια από φτερα
δεν είμαι 'γω που πόθησα, είν' η καρδια που θέλει
ταξίδι στα φλεγάμενα κι απόρθητα νερα
σ' ένα κλουβι από μέλισσες κρύβεις μια στάλα μέλι
κι εγω, που η μόνη τέχνη μου άγκυρες και πανια
δεν είν' αυτη η δίψα μου, μα η ψυχη, που θέλει
για μια σταγόνα βάλσαμο, φαρμάκι μια οκα
παντιέρα στο κατάρτι μου ένα μαβι κουρέλι
και στο αμπάρι έκρυψα μια μοίρα από φευγιο
δεν βοηθάει ο βυθος κι η αρμύρα δε με θέλει
σπασμένο το ακρόπρωρο κι ο χάρτης ρημαδιο
δεν ημερεύει το μυαλο, τ' όνειρο φτύνει βέλη
κει που στραγγίζει η αγκαλια γεννιέται μια πνοη
δεν είμ' εγω που ρίζωσα, το κύμμα βράχο θέλει
κείνο που ύπνο λόγιαζες, το λέω εγω ζωη
τρυγάνε οι κλέφτες το κρασι απ το κρυφο αμπέλι
αυτο που μοσχοπότησα με αίμα και φιλι
κάποτε σου φανέρωσα όσα η αλήθεια θέλει
μικρη μου ψεύτρα θάλασσα, σε πίστεψα πολυ